εφιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφιός | οι | εφιοί |
γενική | του | εφιού | των | εφιών |
αιτιατική | τον | εφιό | τους | εφιούς |
κλητική | εφιέ | εφιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφιός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφιός αρσενικό
- (φίδι) το αστραπόφιδο