Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιφαινομενολογία οι επιφαινομενολογίες
      γενική της επιφαινομενολογίας των επιφαινομενολογιών
    αιτιατική την επιφαινομενολογία τις επιφαινομενολογίες
     κλητική επιφαινομενολογία επιφαινομενολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λογίως μόνο ενικός, δημωδώς σπανίως και πληθυντικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

η επιφαινομενολογία (el) θηλυκό

  1. μελέτη των δευτερογενών εκδηλώσεων θεμελιωδέστερου πράγματος, μελέτη του επιφαινόμενου, μελέτη των επιφαινόμενων/επιφαινομένων
  2. μη ουσιώδης μελέτη, μελέτη του επιφανειακού