επιδοκιμαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδοκιμαστικά < επιδοκιμαστικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ðo.ci.ma.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δο‐κι‐μα‐στι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
επιδοκιμαστικά
- με επιδοκιμαστικό τρόπο, επιδοκιμάζοντας
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδοκιμαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιδοκιμαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιδοκιμαστικός