Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανοικειοποίηση οι επανοικειοποιήσεις
      γενική της επανοικειοποίησης* των επανοικειοποιήσεων
    αιτιατική την επανοικειοποίηση τις επανοικειοποιήσεις
     κλητική επανοικειοποίηση επανοικειοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανοικειοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανοικειοποίηση < επαν- + οικειοποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανοικειοποίηση θηλυκό

  • η πολιτισμική διαδικασία μέσω της οποίας μια πληθυσμιακή ομάδα ανακτά (επανοικειοποιείται) όρους ή τεχνουργήματα τα οποία μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν με μειωτικό ή υβριστικό περιεχόμενο εναντίον της (όπως για παράδειγμα έχει επανακτηθεί μεγάλο μέρος των λέξεων που αφορούν την ομοφυλοφιλία στην αγγλική γλώσσα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία