↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανακύκλωση οι επανακυκλώσεις
      γενική της επανακύκλωσης* των επανακυκλώσεων
    αιτιατική την επανακύκλωση τις επανακυκλώσεις
     κλητική επανακύκλωση επανακυκλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακυκλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

(η) επανακύκλωση θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) αναγκαστικός κύκλος του αεροπλάνου πάνω από το αεροδρόμιο
  2. πολλαπλή ανακύκλωση· ανακύκλωση προϊόντων που έχουν κατασκευαστεί από ανακυκλωμένα υλικά


Σημειώσεις

επεξεργασία

Ενίοτε συγχέεται με την ανωκύκλωση: χρήση (μετάχρηση) ανακυκλώσιμων υλικών για την κατασκευή ακριβότερων προϊόντων· τα υλικά πρέπει να διατηρήσουν έστω μερικώς την αρχική τους μορφή· πχ αν λιώσουν έχουμε κοινή ανακύκλωση.