επανακύκλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανακύκλωση | οι | επανακυκλώσεις |
γενική | της | επανακύκλωσης* | των | επανακυκλώσεων |
αιτιατική | την | επανακύκλωση | τις | επανακυκλώσεις |
κλητική | επανακύκλωση | επανακυκλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακυκλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία(η) επανακύκλωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) αναγκαστικός κύκλος του αεροπλάνου πάνω από το αεροδρόμιο
- πολλαπλή ανακύκλωση· ανακύκλωση προϊόντων που έχουν κατασκευαστεί από ανακυκλωμένα υλικά
Σημειώσεις
επεξεργασίαΕνίοτε συγχέεται με την ανωκύκλωση: χρήση (μετάχρηση) ανακυκλώσιμων υλικών για την κατασκευή ακριβότερων προϊόντων· τα υλικά πρέπει να διατηρήσουν έστω μερικώς την αρχική τους μορφή· πχ αν λιώσουν έχουμε κοινή ανακύκλωση.