↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίζευξη οι επιζεύξεις
      γενική της επίζευξης* των επιζεύξεων
    αιτιατική την επίζευξη τις επιζεύξεις
     κλητική επίζευξη επιζεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιζεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίζευξη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίζευξη θηλυκό

  • η εμφατική επανάληψη της ίδιας λέξης, χωρίς την παρεμβολή άλλων ανάμεσά τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία