επίζευξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίζευξη | οι | επιζεύξεις |
γενική | της | επίζευξης* | των | επιζεύξεων |
αιτιατική | την | επίζευξη | τις | επιζεύξεις |
κλητική | επίζευξη | επιζεύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιζεύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίζευξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίζευξη θηλυκό
- η εμφατική επανάληψη της ίδιας λέξης, χωρίς την παρεμβολή άλλων ανάμεσά τους