εξαραβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.ɾaˈvi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐ρα‐βί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξαραβίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαραβίζω | εξαράβιζα | θα εξαραβίζω | να εξαραβίζω | εξαραβίζοντας | |
β' ενικ. | εξαραβίζεις | εξαράβιζες | θα εξαραβίζεις | να εξαραβίζεις | εξαράβιζε | |
γ' ενικ. | εξαραβίζει | εξαράβιζε | θα εξαραβίζει | να εξαραβίζει | ||
α' πληθ. | εξαραβίζουμε | εξαραβίζαμε | θα εξαραβίζουμε | να εξαραβίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαραβίζετε | εξαραβίζατε | θα εξαραβίζετε | να εξαραβίζετε | εξαραβίζετε | |
γ' πληθ. | εξαραβίζουν(ε) | εξαράβιζαν εξαραβίζαν(ε) |
θα εξαραβίζουν(ε) | να εξαραβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαράβισα | θα εξαραβίσω | να εξαραβίσω | εξαραβίσει | ||
β' ενικ. | εξαράβισες | θα εξαραβίσεις | να εξαραβίσεις | εξαράβισε | ||
γ' ενικ. | εξαράβισε | θα εξαραβίσει | να εξαραβίσει | |||
α' πληθ. | εξαραβίσαμε | θα εξαραβίσουμε | να εξαραβίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαραβίσατε | θα εξαραβίσετε | να εξαραβίσετε | εξαραβίστε | ||
γ' πληθ. | εξαράβισαν εξαραβίσαν(ε) |
θα εξαραβίσουν(ε) | να εξαραβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαραβίσει | είχα εξαραβίσει | θα έχω εξαραβίσει | να έχω εξαραβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαραβίσει | είχες εξαραβίσει | θα έχεις εξαραβίσει | να έχεις εξαραβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαραβίσει | είχε εξαραβίσει | θα έχει εξαραβίσει | να έχει εξαραβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαραβίσει | είχαμε εξαραβίσει | θα έχουμε εξαραβίσει | να έχουμε εξαραβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαραβίσει | είχατε εξαραβίσει | θα έχετε εξαραβίσει | να έχετε εξαραβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαραβίσει | είχαν εξαραβίσει | θα έχουν εξαραβίσει | να έχουν εξαραβίσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξαραβίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .