↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκσλαυισμός οι εκσλαυισμοί
      γενική του εκσλαυισμού των εκσλαυισμών
    αιτιατική τον εκσλαυισμό τους εκσλαυισμούς
     κλητική εκσλαυισμέ εκσλαυισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκσλαυισμός αρσενικό