Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδικητική πορνογραφία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική revenge porn

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εκδικητική πορνογραφία

  • (νεολογισμός) η ανάρτηση και διανομή στο διαδίκτυο οπτικού ή οπτικοακουστικού υλικού σεξουαλικού περιεχομένου (όπως βίντεο και φωτογραφίες), που αφορούν κάποιο πρόσωπο, χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου αυτού, που γίνεται συνήθως από πρώην ερωτικό σύντροφο ή κάποιον χάκερ, με σκοπό να ταπεινώσει το εικονιζόμενο πρόσωπο, να προσβάλει την αξιοπρέπεια, να βλάψει τη φήμη και την υπόληψή του/της
    ※  Η μη συναινετική πορνογραφία ή αλλιώς εκδικητική πορνογραφία, η οποία ολοένα και συχνότερα απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν είναι παθογένεια μόνο της εποχής μας. Πρόκειται για την ίδια και απαράλλαχτη τακτική κοινωνικού στιγματισμού και ταπείνωσης των γυναικών, με τον μανδύα της τεχνολογίας τώρα, αλλά ακόμη πιο βάρβαρη από την εποχή που κούρευαν τις διακορευμένες άγαμες κορασίδες και τις περιέφεραν μισόγυμνες πάνω στον γάιδαρο.
    Πασχαλία Τραυλού, «Εκδικητική πορνογραφία, μαρτύριο διαρκείας», * Καθημερινή.gr (21 Αυγούστου 2020)· πρόσβαση: 2021-12-14.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία