Ετυμολογία

επεξεργασία
σέξτινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sexting

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέξτινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός) αποστολή, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή κινητού τηλεφώνου, αισθησιακών μηνυμάτων, άσεμνων φωτογραφιών ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου
    ※  “Του είπα κρίμα που δε βρεθήκαμε τελικά, γιατί φορούσα καινούρια εσώρουχα”. Εκείνος της ζήτησε για ακόμη μία φορά να δει φωτογραφία, εκείνη μετά από 5 μήνες μόνο σέξτινγκ, χωρίς πραγματική επαφή, ένιωσε για ακόμα μια φορά ότι “για να φάω παγωτό μετά, πρέπει πρώτα να φάω τις φακές, όπως λέμε στα μικρά παιδιά” μου λέει η συνομήλικη φίλη. (Seen: Όχι πια σεξ, μόνο σέξτινγκ Vogue, 19/06/2020 [1])
    ※  Ο σύζυγός της, ... , της αποκάλυψε ότι η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Ποστ» αναμένεται να φέρει στην επιφάνεια νέες διαδικτυακές ερωτικές συνομιλίες του με νεαρή κοπέλα, συνοδευόμενες αυτή τη φορά από φωτογραφία των γεννητικών του οργάνων, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο τη συμπεριφορά που κατέστρεψε την επιτυχημένη πορεία του στο Κογκρέσο ... Παρότι η Αμπεντίν δήλωσε άμεσα την απόφασή της να κινήσει τις διαδικασίες για διαζύγιο, η επαναφορά του σκανδάλου του «σέξτινγκ» ρίχνει βαριά τη σκιά της στη συνεργάτιδα της υποψήφιας προέδρου (Καθημερινή, 31.08.2016[2])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σέξτινγκΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)