Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδημοτικισμός οι εκδημοτικισμοί
      γενική του εκδημοτικισμού των εκδημοτικισμών
    αιτιατική τον εκδημοτικισμό τους εκδημοτικισμούς
     κλητική εκδημοτικισμέ εκδημοτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδημοτικισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδημοτικισμός αρσενικό

  • επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων που δεν έχουν εισαχθεί ή δεν συμπεριλαμβάνονται στην δημοτική

  Μεταφράσεις επεξεργασία