εκδημοτικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκδημοτικισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκδημοτικισμός αρσενικό
- επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων που δεν έχουν εισαχθεί ή δεν συμπεριλαμβάνονται στην δημοτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδημοτικισμός
|