εθνογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εθνογένεση | οι | εθνογενέσεις |
γενική | της | εθνογένεσης* | των | εθνογενέσεων |
αιτιατική | την | εθνογένεση | τις | εθνογενέσεις |
κλητική | εθνογένεση | εθνογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εθνογένεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνογένεση θηλυκό
- η διαδικασία γένεσης και συγκρότησης ενός έθνους
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνογένεση
|