↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνογένεση οι εθνογενέσεις
      γενική της εθνογένεσης* των εθνογενέσεων
    αιτιατική την εθνογένεση τις εθνογενέσεις
     κλητική εθνογένεση εθνογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνογένεση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εθνογένεση θηλυκό

  • η διαδικασία γένεσης και συγκρότησης ενός έθνους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία