• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εγκαταστάτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκαταστάτης οι εγκαταστάτες
      γενική του εγκαταστάτη των εγκαταστατών
    αιτιατική τον εγκαταστάτη τους εγκαταστάτες
     κλητική εγκαταστάτη εγκαταστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εγκαταστάτης < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εγκαταστάτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης ο οποίος κάνει εγκαταστάσεις, ο οποίος εγκαθιστά κάτι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εγκαταστάτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εγκαταστάτης&oldid=5641535"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 16:21
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 16:21.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie