Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκαταστάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εγκαταστάτ
ης
οι
εγκαταστάτ
ες
γενική
του
εγκαταστάτ
η
των
εγκαταστατ
ών
αιτιατική
τον
εγκαταστάτ
η
τους
εγκαταστάτ
ες
κλητική
εγκαταστάτ
η
εγκαταστάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκαταστάτης
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγκαταστάτης
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
ο οποίος κάνει εγκαταστάσεις, ο οποίος εγκαθιστά κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκαταστάτης