δωσιδικία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωσιδικία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωσιδικία θηλυκό
- η υποχρέωση και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από το αρμόδιο για αυτόν δικαστήριο. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου καθορίζεται από τον τόπο κατοικίας ή άσκησης επαγγέλματος, ή από τον τόπο τέλεσης του αδικήματος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωσιδικία
|