↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπροσαρμοστία οι δυσπροσαρμοστίες
      γενική της δυσπροσαρμοστίας των δυσπροσαρμοστιών
    αιτιατική τη δυσπροσαρμοστία τις δυσπροσαρμοστίες
     κλητική δυσπροσαρμοστία δυσπροσαρμοστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσπροσαρμοστία < δυσπροσάρμοστος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσπροσαρμοστία θηλυκό

  1. (ιατρική) ψυχολογική πάθηση, κατα την οποία το άτομο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο κοινωνικό του περιβάλλον
    τελικά διέγνωσαν "δυσπροσαρμοστία επί ανωρίμου ατόμου", και του έδωσαν αναβολή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία