δυσπροσαρμοστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπροσαρμοστία < δυσπροσάρμοστος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσπροσαρμοστία θηλυκό
- (ιατρική) ψυχολογική πάθηση, κατα την οποία το άτομο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο κοινωνικό του περιβάλλον
- τελικά διέγνωσαν "δυσπροσαρμοστία επί ανωρίμου ατόμου", και του έδωσαν αναβολή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσπροσαρμοστία
|