πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δράκα οι δράκες
      γενική της δράκας
    αιτιατική τη δράκα τις δράκες
     κλητική δράκα δράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δράκα < δράττομαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δράκα θηλυκό

  • ότι χωράει στην χούφτα ενός ανθρώπου, πολύ μικρή ποσότητα
    μιά δράκα αγωνιστών

Μεταφράσεις

επεξεργασία