διευκρινιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευκρινιστικά < διευκρινιστικός + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯ef.kɾi.ni.stiˈka/ & /ðʝef.kɾi.ni.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐κρι‐νι‐στι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασίαδιευκρινιστικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διευκρινίζω, ευκρινής, ευ και κρίνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διευκρινιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιευκρινιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διευκρινιστικός