Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διεγέρτις αἱ διεγέρτιδες
      γενική τῆς διεγέρτιδος τῶν διεγερτίδων
      δοτική τῇ διεγέρτιδι ταῖς διεγέρτισι(ν)
    αιτιατική τὴν διεγέρτιν τὰς διεγέρτιδᾰς
     κλητική ! διεγέρτι διεγέρτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεγέρτις < διεγέρ(της) + -τις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεγέρτις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία