διαλυστήρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλυστήρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλυστήρα θηλυκό
- η χτένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαλυστήρα
→ δείτε τη λέξη χτένα |
διαλυστήρα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη χτένα |