διαβουκολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβουκολώ < ελληνιστική κοινή διαβουκολῶ / διαβουκολέω < δια- + βουκολώ < βουκόλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.vu.koˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βου‐κο‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβουκολώ, αόρ.: διαβουκόλησα, παθ.φωνή: διαβουκολούμαι, π.αόρ.: διαβουκολήθηκα, μτχ.π.π.: διαβουκολημένος
- (λόγιο) παραπλανώ με απατηλές ελπίδες ή υποσχέσεις προκαλώντας εντυπώσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβουκολώ | διαβουκολούσα | θα διαβουκολώ | να διαβουκολώ | διαβουκολώντας | |
β' ενικ. | διαβουκολείς | διαβουκολούσες | θα διαβουκολείς | να διαβουκολείς | (διαβουκόλει) | |
γ' ενικ. | διαβουκολεί | διαβουκολούσε | θα διαβουκολεί | να διαβουκολεί | ||
α' πληθ. | διαβουκολούμε | διαβουκολούσαμε | θα διαβουκολούμε | να διαβουκολούμε | ||
β' πληθ. | διαβουκολείτε | διαβουκολούσατε | θα διαβουκολείτε | να διαβουκολείτε | διαβουκολείτε | |
γ' πληθ. | διαβουκολούν(ε) | διαβουκολούσαν(ε) | θα διαβουκολούν(ε) | να διαβουκολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαβουκόλησα | θα διαβουκολήσω | να διαβουκολήσω | διαβουκολήσει | ||
β' ενικ. | διαβουκόλησες | θα διαβουκολήσεις | να διαβουκολήσεις | διαβουκόλησε | ||
γ' ενικ. | διαβουκόλησε | θα διαβουκολήσει | να διαβουκολήσει | |||
α' πληθ. | διαβουκολήσαμε | θα διαβουκολήσουμε | να διαβουκολήσουμε | |||
β' πληθ. | διαβουκολήσατε | θα διαβουκολήσετε | να διαβουκολήσετε | διαβουκολήστε | ||
γ' πληθ. | διαβουκόλησαν διαβουκολήσαν(ε) |
θα διαβουκολήσουν(ε) | να διαβουκολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαβουκολήσει | είχα διαβουκολήσει | θα έχω διαβουκολήσει | να έχω διαβουκολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαβουκολήσει | είχες διαβουκολήσει | θα έχεις διαβουκολήσει | να έχεις διαβουκολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαβουκολήσει | είχε διαβουκολήσει | θα έχει διαβουκολήσει | να έχει διαβουκολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβουκολήσει | είχαμε διαβουκολήσει | θα έχουμε διαβουκολήσει | να έχουμε διαβουκολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαβουκολήσει | είχατε διαβουκολήσει | θα έχετε διαβουκολήσει | να έχετε διαβουκολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβουκολήσει | είχαν διαβουκολήσει | θα έχουν διαβουκολήσει | να έχουν διαβουκολήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβουκολούμαι | διαβουκολούμουν | θα διαβουκολούμαι | να διαβουκολούμαι | ||
β' ενικ. | διαβουκολείσαι | διαβουκολούσουν | θα διαβουκολείσαι | να διαβουκολείσαι | ||
γ' ενικ. | διαβουκολείται | διαβουκολούνταν | θα διαβουκολείται | να διαβουκολείται | ||
α' πληθ. | διαβουκολούμαστε | διαβουκολούμασταν διαβουκολούμαστε |
θα διαβουκολούμαστε | να διαβουκολούμαστε | ||
β' πληθ. | διαβουκολείστε | διαβουκολούσασταν διαβουκολούσαστε |
θα διαβουκολείστε | να διαβουκολείστε | διαβουκολείστε | |
γ' πληθ. | διαβουκολούνται | διαβουκολούνταν | θα διαβουκολούνται | να διαβουκολούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαβουκολήθηκα | θα διαβουκοληθώ | να διαβουκοληθώ | διαβουκοληθεί | ||
β' ενικ. | διαβουκολήθηκες | θα διαβουκοληθείς | να διαβουκοληθείς | διαβουκολήσου | ||
γ' ενικ. | διαβουκολήθηκε | θα διαβουκοληθεί | να διαβουκοληθεί | |||
α' πληθ. | διαβουκοληθήκαμε | θα διαβουκοληθούμε | να διαβουκοληθούμε | |||
β' πληθ. | διαβουκοληθήκατε | θα διαβουκοληθείτε | να διαβουκοληθείτε | διαβουκοληθείτε | ||
γ' πληθ. | διαβουκολήθηκαν διαβουκοληθήκαν(ε) |
θα διαβουκοληθούν(ε) | να διαβουκοληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαβουκοληθεί | είχα διαβουκοληθεί | θα έχω διαβουκοληθεί | να έχω διαβουκοληθεί | διαβουκολημένος | |
β' ενικ. | έχεις διαβουκοληθεί | είχες διαβουκοληθεί | θα έχεις διαβουκοληθεί | να έχεις διαβουκοληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαβουκοληθεί | είχε διαβουκοληθεί | θα έχει διαβουκοληθεί | να έχει διαβουκοληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβουκοληθεί | είχαμε διαβουκοληθεί | θα έχουμε διαβουκοληθεί | να έχουμε διαβουκοληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαβουκοληθεί | είχατε διαβουκοληθεί | θα έχετε διαβουκοληθεί | να έχετε διαβουκοληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβουκοληθεί | είχαν διαβουκοληθεί | θα έχουν διαβουκοληθεί | να έχουν διαβουκοληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαβουκολημένος - είμαστε, είστε, είναι διαβουκολημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαβουκολημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαβουκολημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαβουκολημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαβουκολημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαβουκολημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαβουκολημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβουκολώ
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)