διαβουκολεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβουκολεύω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.vu.koˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βου‐κο‐λεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβουκολεύω, αόρ.: διαβουκόλευσα, παθ.φωνή: διαβουκολεύομαι, π.αόρ.: διαβουκολεύτηκα
- (λογοτεχνικό, λόγιο) άλλη μορφή του διαβουκολώ
- ※ Νά! παράδειγμα ὁ κ. Τασάκος, νέος μεγάλης αξίας πού γιά νά ἐπιτύχει τό σκοπό του διαβουκόλευσε ἄλλοτε τόν ὄχλο μέ ἐκδηλώσεις ψεύτικου ἐνδιαφέροντος.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος
- ※ Νά! παράδειγμα ὁ κ. Τασάκος, νέος μεγάλης αξίας πού γιά νά ἐπιτύχει τό σκοπό του διαβουκόλευσε ἄλλοτε τόν ὄχλο μέ ἐκδηλώσεις ψεύτικου ἐνδιαφέροντος.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβουκολεύω | διαβουκόλευα | θα διαβουκολεύω | να διαβουκολεύω | διαβουκολεύοντας | |
β' ενικ. | διαβουκολεύεις | διαβουκόλευες | θα διαβουκολεύεις | να διαβουκολεύεις | διαβουκόλευε | |
γ' ενικ. | διαβουκολεύει | διαβουκόλευε | θα διαβουκολεύει | να διαβουκολεύει | ||
α' πληθ. | διαβουκολεύουμε | διαβουκολεύαμε | θα διαβουκολεύουμε | να διαβουκολεύουμε | ||
β' πληθ. | διαβουκολεύετε | διαβουκολεύατε | θα διαβουκολεύετε | να διαβουκολεύετε | διαβουκολεύετε | |
γ' πληθ. | διαβουκολεύουν(ε) | διαβουκόλευαν διαβουκολεύαν(ε) |
θα διαβουκολεύουν(ε) | να διαβουκολεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαβουκόλευσα | θα διαβουκολεύσω | να διαβουκολεύσω | διαβουκολεύσει | ||
β' ενικ. | διαβουκόλευσες | θα διαβουκολεύσεις | να διαβουκολεύσεις | διαβουκόλευσε | ||
γ' ενικ. | διαβουκόλευσε | θα διαβουκολεύσει | να διαβουκολεύσει | |||
α' πληθ. | διαβουκολεύσαμε | θα διαβουκολεύσουμε | να διαβουκολεύσουμε | |||
β' πληθ. | διαβουκολεύσατε | θα διαβουκολεύσετε | να διαβουκολεύσετε | διαβουκολεύστε | ||
γ' πληθ. | διαβουκόλευσαν διαβουκολεύσαν(ε) |
θα διαβουκολεύσουν(ε) | να διαβουκολεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαβουκολεύσει | είχα διαβουκολεύσει | θα έχω διαβουκολεύσει | να έχω διαβουκολεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαβουκολεύσει | είχες διαβουκολεύσει | θα έχεις διαβουκολεύσει | να έχεις διαβουκολεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαβουκολεύσει | είχε διαβουκολεύσει | θα έχει διαβουκολεύσει | να έχει διαβουκολεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβουκολεύσει | είχαμε διαβουκολεύσει | θα έχουμε διαβουκολεύσει | να έχουμε διαβουκολεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαβουκολεύσει | είχατε διαβουκολεύσει | θα έχετε διαβουκολεύσει | να έχετε διαβουκολεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβουκολεύσει | είχαν διαβουκολεύσει | θα έχουν διαβουκολεύσει | να έχουν διαβουκολεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβουκολεύομαι | διαβουκολευόμουν(α) | θα διαβουκολεύομαι | να διαβουκολεύομαι | ||
β' ενικ. | διαβουκολεύεσαι | διαβουκολευόσουν(α) | θα διαβουκολεύεσαι | να διαβουκολεύεσαι | (διαβουκολεύου) | |
γ' ενικ. | διαβουκολεύεται | διαβουκολευόταν(ε) | θα διαβουκολεύεται | να διαβουκολεύεται | ||
α' πληθ. | διαβουκολευόμαστε | διαβουκολευόμαστε διαβουκολευόμασταν |
θα διαβουκολευόμαστε | να διαβουκολευόμαστε | ||
β' πληθ. | διαβουκολεύεστε | διαβουκολευόσαστε διαβουκολευόσασταν |
θα διαβουκολεύεστε | να διαβουκολεύεστε | (διαβουκολεύεστε) | |
γ' πληθ. | διαβουκολεύονται | διαβουκολεύονταν διαβουκολευόντουσαν |
θα διαβουκολεύονται | να διαβουκολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαβουκολεύτηκα | θα διαβουκολευτώ | να διαβουκολευτώ | διαβουκολευτεί | ||
β' ενικ. | διαβουκολεύτηκες | θα διαβουκολευτείς | να διαβουκολευτείς | διαβουκολεύσου | ||
γ' ενικ. | διαβουκολεύτηκε | θα διαβουκολευτεί | να διαβουκολευτεί | |||
α' πληθ. | διαβουκολευτήκαμε | θα διαβουκολευτούμε | να διαβουκολευτούμε | |||
β' πληθ. | διαβουκολευτήκατε | θα διαβουκολευτείτε | να διαβουκολευτείτε | διαβουκολευτείτε | ||
γ' πληθ. | διαβουκολεύτηκαν διαβουκολευτήκαν(ε) |
θα διαβουκολευτούν(ε) | να διαβουκολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαβουκολευτεί | είχα διαβουκολευτεί | θα έχω διαβουκολευτεί | να έχω διαβουκολευτεί | ||
β' ενικ. | έχεις διαβουκολευτεί | είχες διαβουκολευτεί | θα έχεις διαβουκολευτεί | να έχεις διαβουκολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαβουκολευτεί | είχε διαβουκολευτεί | θα έχει διαβουκολευτεί | να έχει διαβουκολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβουκολευτεί | είχαμε διαβουκολευτεί | θα έχουμε διαβουκολευτεί | να έχουμε διαβουκολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαβουκολευτεί | είχατε διαβουκολευτεί | θα έχετε διαβουκολευτεί | να έχετε διαβουκολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβουκολευτεί | είχαν διαβουκολευτεί | θα έχουν διαβουκολευτεί | να έχουν διαβουκολευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβουκολεύω
→ δείτε τη λέξη διαβουκολώ |
Πηγές
επεξεργασία- διαβουκολεύω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)