Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβουκολεύω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.vu.koˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βου‐κο‐λεύ‐ω

διαβουκολεύω, αόρ.: διαβουκόλευσα, παθ.φωνή: διαβουκολεύομαι, π.αόρ.: διαβουκολεύτηκα

  • (λογοτεχνικό, λόγιο) άλλη μορφή του διαβουκολώ
    ※  Νά! παράδειγμα ὁ κ. Τασάκος, νέος μεγάλης αξίας πού γιά νά ἐπιτύχει τό σκοπό του διαβουκόλευσε ἄλλοτε τόν ὄχλο μέ ἐκδηλώσεις ψεύτικου ἐνδιαφέροντος.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία