διάνθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάνθηση | οι | διανθήσεις |
γενική | της | διάνθησης* | των | διανθήσεων |
αιτιατική | τη | διάνθηση | τις | διανθήσεις |
κλητική | διάνθηση | διανθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάνθηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάνθηση θηλυκό
- (ο) καλλωπιστικός εμπλουτισμός
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διάνθιση (η γραφή διάνθηση είναι ορθότερη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάνθηση
|