↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάνθηση οι διανθήσεις
      γενική της διάνθησης* των διανθήσεων
    αιτιατική τη διάνθηση τις διανθήσεις
     κλητική διάνθηση διανθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάνθηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάνθηση θηλυκό

  • (ο) καλλωπιστικός εμπλουτισμός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία