δαχτυλογράφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαχτυλογράφηση | οι | δαχτυλογραφήσεις |
γενική | της | δαχτυλογράφησης* | των | δαχτυλογραφήσεων |
αιτιατική | τη | δαχτυλογράφηση | τις | δαχτυλογραφήσεις |
κλητική | δαχτυλογράφηση | δαχτυλογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαχτυλογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαχτυλογράφηση < δαχτυλογραφώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαχτυλογράφηση θηλυκό
- → δείτε τη λέξη δακτυλογράφηση