δέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δέτης | οι | δέτες |
γενική | του | δέτη | των | δετών |
αιτιατική | τον | δέτη | τους | δέτες |
κλητική | δέτη | δέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέτης < πιθανή προέλευση από το δομώ ή δένω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδέτης αρσενικό
- γκρεμός
- διάταξη ή εργαλείο ή ιμάντας που δένει κάτι με κάτι άλλο
- ※ Ιμάντας/δέτης από πολυαμίδιο (nylon) πλάτους 20mm (lifeline anchoring device) Διαμορφώνει σημείο στήριξης σε δύσκολες εφαρμογές. Μέγιστο φορτίο 22kN (Δέτης / Σημείο Στήριξης ADI, toolnet.gr, ανακτήθηκε στις 18/12/2022 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάταξη ή εργαλείο ή ιμάντας
|