γραβιερόπιτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραβιερόπιτα < γραβιέρ(α) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραβιερόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα με βασικό υλικό την γραβιέρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραβιερόπιτα
|