Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουταπέρκα οι γουταπέρκες
      γενική της γουταπέρκας
    αιτιατική τη γουταπέρκα τις γουταπέρκες
     κλητική γουταπέρκα γουταπέρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουταπέρκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουταπέρκα θηλυκό

  • ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών, κυρίως του γένους Dichopsis[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία