γνέμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γνέμα | τα | γνέματα |
γενική | του | γνέματος | των | γνεμάτων |
αιτιατική | το | γνέμα | τα | γνέματα |
κλητική | γνέμα | γνέματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γνέμα < μεσαιωνική ελληνική γνέμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνέμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνέμα
|