↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλιτσίνα οι γλιτσίνες
      γενική της γλιτσίνας
    αιτιατική τη γλιτσίνα τις γλιτσίνες
     κλητική γλιτσίνα γλιτσίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βότρυες γλιτσίνας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλιτσίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλιτσίνα θηλυκό

  • καλωπιστικό φυτό με μοβ ταξιανθίες (Wisteria sinensis)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία