γιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγιώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιώνω < αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός
Ρήμα
επεξεργασίαγιώνω, αόρ.: έγιωσα, μτχ.π.π.: γιωμένος (δημοτική)
- (ιδίως για χάλκινα σκεύη) σκουριάζω, έχω υποστεί οξείδωση
- (για παλιό τοίχο, χτιστό στοιχείο) πρασινίζω, χορταριάζω εδώ κι εκεί από την πολυκαιρία
- (μεταφορικά) πρασινίζω από κρυφή ζήλια, μνησικακία
- ⮡ έγιωσε απ' τη ζήλια του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιώνω | έγιωνα | θα γιώνω | να γιώνω | γιώνοντας | |
β' ενικ. | γιώνεις | έγιωνες | θα γιώνεις | να γιώνεις | γιώνε | |
γ' ενικ. | γιώνει | έγιωνε | θα γιώνει | να γιώνει | ||
α' πληθ. | γιώνουμε | γιώναμε | θα γιώνουμε | να γιώνουμε | ||
β' πληθ. | γιώνετε | γιώνατε | θα γιώνετε | να γιώνετε | γιώνετε | |
γ' πληθ. | γιώνουν(ε) | έγιωναν γιώναν(ε) |
θα γιώνουν(ε) | να γιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγιωσα | θα γιώσω | να γιώσω | γιώσει | ||
β' ενικ. | έγιωσες | θα γιώσεις | να γιώσεις | γιώσε | ||
γ' ενικ. | έγιωσε | θα γιώσει | να γιώσει | |||
α' πληθ. | γιώσαμε | θα γιώσουμε | να γιώσουμε | |||
β' πληθ. | γιώσατε | θα γιώσετε | να γιώσετε | γιώστε | ||
γ' πληθ. | έγιωσαν γιώσαν(ε) |
θα γιώσουν(ε) | να γιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιώσει | είχα γιώσει | θα έχω γιώσει | να έχω γιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γιώσει | είχες γιώσει | θα έχεις γιώσει | να έχεις γιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γιώσει | είχε γιώσει | θα έχει γιώσει | να έχει γιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιώσει | είχαμε γιώσει | θα έχουμε γιώσει | να έχουμε γιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γιώσει | είχατε γιώσει | θα έχετε γιώσει | να έχετε γιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γιώσει | είχαν γιώσει | θα έχουν γιώσει | να έχουν γιώσει |
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασίαγιώνω < αρχαία ελληνική ἰόομαι (ἰo-) + -ώνω και με προφορά [j] για αποφυγή της χασμωδίας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < ἰός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
- ⇒ νέα ελληνικά: γιώνω
- ⇒ κυπριακά: αγιόννω [1]
Ρήμα
επεξεργασίαγιώνω (μετοχή παθητικού παρακειμένου: γιωμένος (σκουριασμένος))
- άλλη μορφή του ἰῶ: σκουριάζω, οξειδώνομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.426 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β'
Πηγές
επεξεργασία- γιώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].