Ετυμολογία

επεξεργασία

γιώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιώνω < αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός

γιώνω, αόρ.: έγιωσα, μτχ.π.π.: γιωμένος (δημοτική)

  1. (ιδίως για χάλκινα σκεύη) σκουριάζω, έχω υποστεί οξείδωση
  2. (για παλιό τοίχο, χτιστό στοιχείο) πρασινίζω, χορταριάζω εδώ κι εκεί από την πολυκαιρία
  3. (μεταφορικά) πρασινίζω από κρυφή ζήλια, μνησικακία
    ⮡  έγιωσε απ' τη ζήλια του

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

γιώνω < αρχαία ελληνική ἰόομαι (ἰo-) + -ώνω και με προφορά [j] για αποφυγή της χασμωδίας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < ἰός

ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
νέα ελληνικά: γιώνω
κυπριακά: αγιόννω [1]

γιώνω (μετοχή παθητικού παρακειμένου: γιωμένος (σκουριασμένος))

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ.426 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β'