Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιούφτος οι γιούφτοι
      γενική του γιούφτου των γιούφτων
    αιτιατική τον γιούφτο τους γιούφτους
     κλητική γιούφτο
& γιούφτε
γιούφτοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιούφτος < γύφτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιούφτος αρσενικό (θηλυκό γιούφτισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «Γύφτος» - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»