γειτόνεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γειτόνεμα < (ελληνιστική κοινή) γειτόνευμα < αρχαία ελληνική γειτονεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγειτόνεμα ουδέτερο
- το να είσαι γείτονας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γειτόνεμα
|
γειτόνεμα ουδέτερο
|