βλεφαρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βλεφᾰριδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | βλεφαρίς | αἱ | βλεφαρίδες | |
γενική | τῆς | βλεφαρίδος | τῶν | βλεφαρίδων | |
δοτική | τῇ | βλεφαρίδῐ | ταῖς | βλεφαρίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | βλεφαρίδᾰ | τὰς | βλεφαρίδᾰς | |
κλητική ὦ! | βλεφαρίς* | βλεφαρίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλεφαρίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βλεφαρίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλεφαρίς < βλέφαρ(ον) + -ίς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βλεφαρίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλεφαρίς, -ίδος θηλυκό
- (ανθρώπινο σώμα) η βλεφαρίδα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 373
- τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ.
- Θα ξεπουπουλίσω τα ματοτσίνορά σου.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 402 (400-402)
- «οὐ δεινὰ τολμᾶν τουτονὶ δημηγορεῖν, | καὶ ταῦτα περὶ σωτηρίας προκειμένου, | ὃς αὐτὸς αὑτῷ βλεφαρίδ᾽ οὐκ ἐσώσατο;»
- «πώς τολμάει ο ξετσίπωτος να θέλει | να σώσει την πατρίδα, αφού δεν μπόρεσε | να σώσει ως τώρα ούτ᾽ ένα τσίνορό του;».
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- «οὐ δεινὰ τολμᾶν τουτονὶ δημηγορεῖν, | καὶ ταῦτα περὶ σωτηρίας προκειμένου, | ὃς αὐτὸς αὑτῷ βλεφαρίδ᾽ οὐκ ἐσώσατο;»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 373
Πηγές
επεξεργασία- βλεφαρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλεφαρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.