Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοενεργητική οι βιοενεργητικές
      γενική της βιοενεργητικής των βιοενεργητικών
    αιτιατική τη βιοενεργητική τις βιοενεργητικές
     κλητική βιοενεργητική βιοενεργητικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοενεργητική < από τον ελληνογενή γαλλικό όρο της φυσιολογίας bioénergétique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοενεργητική θηλυκό

  • (ιατρική) κλάδος της φυσιολογίας που μελετά τις μεταβολές της ενέργειας στους ζωντανούς οργανισμούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βιοενεργητική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία