βιοδεδομένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιοδεδομένα | ||
γενική | των | βιοδεδομένων | ||
αιτιατική | τα | βιοδεδομένα | ||
κλητική | βιοδεδομένα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοδεδομένα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοδεδομένα
|