Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαψομαλλού
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βαψομαλλ
ού
οι
βαψομαλλ
ούδες
γενική
της
βαψομαλλ
ούς
των
βαψομαλλ
ούδων
αιτιατική
τη
βαψομαλλ
ού
τις
βαψομαλλ
ούδες
κλητική
βαψομαλλ
ού
βαψομαλλ
ούδες
Κατηγορία
όπως «
αλεπού
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαψομαλλού
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαψομαλλού
θηλυκό
(
αρσενικό
βαψομαλλιάς
)
(
σπάνιο
) αυτή που βάφει τα
μαλλιά
της
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαψομαλλού