βασανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βασανάκι | τα | βασανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βασανάκι | τα | βασανάκια |
κλητική | βασανάκι | βασανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βασανάκι < υποκοριστικό του ουσιαστικού βάσανο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασανάκι ουδέτερο
- μικρό βάσανο, κάτι που μας βασανίζει αλλά το βλέπουμε με τρυφερότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασανάκι
|