βαριεστισμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριεστισμάρα | οι | βαριεστισμάρες |
γενική | της | βαριεστισμάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαριεστισμάρα | τις | βαριεστισμάρες |
κλητική | βαριεστισμάρα | βαριεστισμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαριεστισμάρα < βαριεστημάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαριεστισμάρα / βαριεστιμάρα / βαριεστημάρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βαριεστημάρα