Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βανγκαρντισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βανγκαρντισμ
ός
οι
βανγκαρντισμ
οί
γενική
του
βανγκαρντισμ
ού
των
βανγκαρντισμ
ών
αιτιατική
τον
βανγκαρντισμ
ό
τους
βανγκαρντισμ
ούς
κλητική
βανγκαρντισμ
έ
βανγκαρντισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βανγκαρντισμός
ή
αβανγκαρντισμός
αρσενικό
κίνημα αμφισβήτησης (βλέπε
αβανγκαρντισμός
)