αχονδροπλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχονδροπλασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχονδροπλασία θηλυκό
- (ιατρική), (βιολογία): ανώμαλη ανάπτυξη χόνδρων, συνηθέστερη μορφή της οποίας είναι ο ανθρώπινος νανισμός.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχονδροπλασία
|