Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχονδροπλασία οι αχονδροπλασίες
      γενική της αχονδροπλασίας των αχονδροπλασιών
    αιτιατική την αχονδροπλασία τις αχονδροπλασίες
     κλητική αχονδροπλασία αχονδροπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχονδροπλασία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχονδροπλασία θηλυκό

  • (ιατρική), (βιολογία): ανώμαλη ανάπτυξη χόνδρων, συνηθέστερη μορφή της οποίας είναι ο ανθρώπινος νανισμός.

  Μεταφράσεις επεξεργασία