αφόρμισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφόρμισμα < αφορμίζω (ερεθίζομαι, μαζεύω πύον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφόρμισμα ουδέτερο
- το κακοφόρμισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφόρμισμα
→ δείτε τη λέξη κακοφόρμισμα |
αφόρμισμα ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη κακοφόρμισμα |