αυτόλυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αυτόλυση θηλυκό
- αυτοδιάσπαση
- (βιοχημεία), (ιατρική): η διάσπαση των ιστών των οργανισμών, συνηθέστερα μετά το θάνατο, από τα ίδια τους τα ένζυμα, τα δε στάδια της αυτόλυσης μελετά η ιατροδικαστική.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυτόλυση