αυτόλυση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτόλυση | οι | αυτολύσεις |
γενική | της | αυτόλυσης | των | αυτολύσεων |
αιτιατική | την | αυτόλυση | τις | αυτολύσεις |
κλητική | αυτόλυση | αυτολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτόλυση < αυτό- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτόλυση θηλυκό
- αυτοδιάσπαση
- (ιατρική) η διάσπαση των ιστών των οργανισμών, συνηθέστερα μετά το θάνατο, από τα ίδια τους τα ένζυμα
- ⮡ Τα στάδια της αυτόλυσης μελετά η ιατροδικαστική.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτόλυση
|