Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτόλυση οι αυτολύσεις
      γενική της αυτόλυσης των αυτολύσεων
    αιτιατική την αυτόλυση τις αυτολύσεις
     κλητική αυτόλυση αυτολύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτόλυση < αυτό- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτόλυση θηλυκό

  1. αυτοδιάσπαση
  2. (ιατρική) η διάσπαση των ιστών των οργανισμών, συνηθέστερα μετά το θάνατο, από τα ίδια τους τα ένζυμα
    ⮡  Τα στάδια της αυτόλυσης μελετά η ιατροδικαστική.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία