Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτομείωση οι αυτομειώσεις
      γενική της αυτομείωσης των αυτομειώσεων
    αιτιατική την αυτομείωση τις αυτομειώσεις
     κλητική αυτομείωση αυτομειώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτομείωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτομείωση θηλυκό

  • η διαδικασία του αυτομειώνω
    η τάση για αυτομείωση των Ελλήνων, δηλαδή ας μη δαπανήσουμε πολλά χρήματα για έργα γιατί είμαστε μικρή χώρα δείχνει μια κοντόφθαλμη αντίληψη ενός αιώνια μικρούλι ανθρώπου χωρίς βλέψεις για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του

  Μεταφράσεις επεξεργασία