Δείτε επίσης: Αυγούλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυγούλα οι αυγούλες
      γενική της αυγούλας
    αιτιατική την αυγούλα τις αυγούλες
     κλητική αυγούλα αυγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυγούλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυγούλα θηλυκό

  • υποκοριστικό του αυγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αυγή