Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφαλίτισσα οι ασφαλίτισσες
      γενική της ασφαλίτισσας των ασφαλιτισσών
    αιτιατική την ασφαλίτισσα τις ασφαλίτισσες
     κλητική ασφαλίτισσα ασφαλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφαλίτισσα < ασφαλίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασφαλίτισσα θηλυκό

  • θηλυκό του ασφαλίτης
    ※  Ποια είναι η αστυνομικός που συνέλαβε τους δύο άντρες που έδερναν και βίαζαν ιερόδουλες στην Αθήνα; Πώς έφτασε στα ίχνη τους η νεαρή ασφαλίτισσα; (Πρωταγωνιστές: Ο Σταύρος Θεοδωράκης επιστρέφει στην τηλεόραση - Πότε κάνει πρεμιέρα, ΕΘΝΟΣ, 25/10/2021 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ασφαλίτης