αστροναύτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστροναύτισσα < αστροναύτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστροναύτισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αστροναύτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αστροναύτης
αστροναύτισσα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αστροναύτης, αστροναύτισσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας