ασπρομολόχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασπρομολόχα | οι | ασπρομολόχες |
γενική | της | ασπρομολόχας | — | |
αιτιατική | την | ασπρομολόχα | τις | ασπρομολόχες |
κλητική | ασπρομολόχα | ασπρομολόχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασπρομολόχα < μεσαιωνική ελληνική ἀσπρομολόχη[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπρομολόχα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ασπρομολόχα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπρομολόχα
|
- ↑ ασπρομολόχα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)