ασπέδιστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπέδιστα < ασπέδιστος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ασπέδιστα
- (για άλογο) χωρίς να έχει λουριά στα πόδια
- (μεταφορικά) ανεμπόδιστα, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα
Συγγενικά επεξεργασία
- ασπέδιστος
- → δείτε τη λέξη σπεδίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπέδιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ασπέδιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπέδιστος