Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπεδίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σπεδίζω

  1. (για άλογο) τοποθετώ λουριά στα πόδια, ώστε να μην περπατά τελείως ελεύθερα
  2. (μεταφορικά) εμποδίζω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία