Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπέδιστος η ασπέδιστη το ασπέδιστο
      γενική του ασπέδιστου της ασπέδιστης του ασπέδιστου
    αιτιατική τον ασπέδιστο την ασπέδιστη το ασπέδιστο
     κλητική ασπέδιστε ασπέδιστη ασπέδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπέδιστοι οι ασπέδιστες τα ασπέδιστα
      γενική των ασπέδιστων των ασπέδιστων των ασπέδιστων
    αιτιατική τους ασπέδιστους τις ασπέδιστες τα ασπέδιστα
     κλητική ασπέδιστοι ασπέδιστες ασπέδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπέδιστος < α- στερητικό + σπεδίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασπέδιστος, -η, -ο

  1. (για άλογο) που δεν έχει λουριά στα πόδια
  2. (μεταφορικά) ανεμπόδιστος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία