ασπέδιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασπέδιστος, -η, -ο
- (για άλογο) που δεν έχει λουριά στα πόδια
- (μεταφορικά) ανεμπόδιστος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπέδιστος
|