Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασκιανάδα οι ασκιανάδες
      γενική της ασκιανάδας των ασκιανάδων
    αιτιατική την ασκιανάδα τις ασκιανάδες
     κλητική ασκιανάδα ασκιανάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκιανάδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασκιανάδα θηλυκό

  • ίσκιος
    ※  Μιαν ασκιανάδα μου 'κλουθά, κι όπου βρεθώ δε λιάζει,
    ο στεναγμός μου σύννεφο, κάνει και με σκεπάζει...
    (μαντινάδα, mantinades.gr, ανακτήθηκε 5/3/2022 [1])